Μορφές κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες: Μία κριτική ανάγνωση του «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders»

της Βάσιας Λέκκα

Στις 27 Ιουνίου 1969, η αστυνομία της Νέας Υόρκης πραγματοποίησε μία από τις συνηθισμένες εφόδους της στο μπαρ Stonewall Inn στο Greenwich Village, στο νότιο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.[1] Επρόκειτο για μία από τις συχνές «επισκέψεις» των δυνάμεων καταστολής στα μέρη διασκέδασης των ομοφυλοφίλων, που συνοδεύονταν από ελέγχους, εξευτελισμούς και συλλήψεις. Αυτήν τη φορά, όμως, οι προκλήσεις της αστυνομίας δεν έμελλε να μείνουν αναπάντητες. Πλήθος ανθρώπων, που βρισκόταν εντός και εκτός του Stonewall Inn και που όσο περνούσε η ώρα διογκωνόταν, πολιόρκησε το μπαρ, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων. Αυτό ήταν μόνο η αρχή.

clip_image002

Το καλοκαίρι του 1969 σημαδεύτηκε από συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή του νότιου Μανχάταν, μία από τις συνοικίες που σύχναζαν οι ομοφυλόφιλοι. Ήταν ένας κόσμος που είχε αποφασίσει να εξεγερθεί ενάντια στην κρατική καταστολή και την αστυνομική βία, με το σύνθημα «Gay Power» να αντηχεί στους δρόμους.

clip_image004

Το φθινόπωρο του 1969 συγκροτήθηκε το «Gay Liberation Front», σηματοδοτώντας την αφετηρία του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, που ξεσηκώθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και ενάντια στην αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας από την κατεστημένη ψυχιατρική. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε η πρώτη πορεία για την επέτειο της εξέγερσης του Stonewall, με τη συμμετοχή χιλιάδων ανδρών και γυναικών, ενώ η 27η Ιουνίου καθιερώθηκε ως «Ημέρα Ομοφυλοφιλικής Περηφάνιας» («Gay Pride Day») σε ολόκληρο τον κόσμο.

Αναμφίβολα, η εξέγερση του Stonewall έφερε στο προσκήνιο καίρια ερωτήματα αναφορικά με το ανθρώπινο σώμα και τους τρόπους έμφυλης υποκειμενοποίησης που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να επιζητούν απαντήσεις. Στο πλαίσιο, δηλαδή, ποιων καθεστώτων αλήθειας οι βιολογικές/ ανατομικές διαφορές έχουν εδραιωθεί – καθ’ ότι «φυσικές» – ως κατ’ εξοχήν παράγοντες καθορισμού του τρόπου συγκρότησης της έμφυλης ταυτότητας των υποκειμένων, οδηγώντας στις συντονισμένες απόπειρες κανονικοποίησης της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και, συνακόλουθα, απόρριψης οποιασδήποτε απόκλισης από το κυρίαρχο ετεροφυλοφιλικό μοντέλο; Εντός ποιων ιστορικών συνθηκών οι ομοφυλόφιλοι – μαζί, ασφαλώς, με άλλες κοινωνικές ομάδες – εκδιώχθηκαν ως επικίνδυνοι «Άλλοι» σε ένα σύγχρονο «κυνήγι μαγισσών»; Με άλλα λόγια, στο επίκεντρο των προβληματισμών τίθεται, για να επικαλεστούμε και την Judith Butler, το να αναλογιστούμε «για το πώς και με ποιο σκοπό κατασκευάζονται κάποια σώματα όσο και να σκεφτούμε για το πώς και με ποιο σκοπό κάποια σώματα δεν κατασκευάζονται και, παραπέρα, να αναζητήσουμε απάντηση στο ερώτημα πώς τα σώματα που αποτυγχάνουν να υλοποιηθούν παρέχουν το αναγκαίο ‘εκτός’, αν όχι το αναγκαίο υποστήριγμα, για τα σώματα που υλοποιώντας τη νόρμα πιστοποιούνται ως σώματα σημαντικά».[2] Σε αυτήν την πολυδιάστατη διαδικασία, ο ρόλος της ψυχιατρικής επιστήμης υπήρξε καθοριστικός. Σκοπός, λοιπόν, της παρούσας εισήγησης είναι η απόπειρα ανάδειξης της κεντρικότητας του ψυχιατρικού λόγου στην διαπραγμάτευση, συγκρότηση και κανονικοποίηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, μέσα από μία παρουσίαση της αντιμετώπισης της ομοφυλοφιλίας στο «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders» («Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών») της «American Psychiatric Association», την πρώτη, δηλαδή, επίσημη ταξινόμηση και καταγραφή των ψυχικών διαταραχών, που ξεκίνησε το 1952 και εμπλουτίζεται ασταμάτητα μέχρι τις μέρες μας.

Είναι γεγονός ότι το ομοφυλοφιλικό σώμα απασχόλησε την ψυχιατρική ήδη από τα πρώτα της βήματα ως διακριτό επιστημονικό πεδίο. Παίρνοντας τα ηνία από τον θεολογικό λόγο, οι ψυχίατροι του 19ου αιώνα επέφεραν έναν καθοριστικό μετασχηματισμό στην περί ομοφυλοφιλίας αντίληψη, καθιστώντας την, μαζί με μία τεράστια ποικιλία ανθρώπινων συμπεριφορών και χαρακτήρων, πεδίο γνώσης και ελέγχου τους. Όπως ορθά επισημαίνει ο Michel Foucault, «[ο] σοδομίτης ήταν ένας καθ’ υποτροπήν αιρετικός, ο ομοφυλόφιλος είναι τώρα ένα είδος».[3]

Με τους όρους «ομοφυλοφιλία» και «ετεροφυλοφιλία» να έχουν επινοηθεί το 1868 από τον ούγγρο μεταρρυθμιστή υπέρ των ομοφυλοφίλων Karl-Maria Kertbeny, το 1870 ο γερμανός ψυχίατρος Carl Westphal σε άρθρο του στο περιοδικό Archiv für Psychiatrie und Nervenkrankheiten έκανε λόγο για τα «ανάστροφα σεξουαλικά αισθήματα», σηματοδοτώντας τη συγκρότηση της ψυχιατρικής κατηγορίας της ομοφυλοφιλίας, παρά το γεγονός ότι για τον ίδιο δεν συνιστούσε απαραίτητα ασθένεια.[4] Λίγο αργότερα, πάντως, ο επίσης γερμανός ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing θα επικυρώσει την εισδοχή της ομοφυλοφιλίας στον κατάλογο των ψυχικών διαταραχών. Στο βιβλίο του Psychopathia Sexualis (1886), με εμφανείς τις επιρροές της δαρβινικής θεωρίας, προσέθεσε ένα καθοριστικό στοιχείο στην επιστημονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας: «αυτή η ανωμαλία του ψυχο-σεξουαλικού αισθήματος μπορεί να ονομαστεί, από κλινικής απόψεως, ένα λειτουργικό σημάδι εκφυλισμού».[5] Μάλιστα, ενώ στην πρώτη έκδοση του έργου του το 1886 αφιέρωνε στην ομοφυλοφιλία μόλις δεκαέξι σελίδες, στην δωδέκατη έκδοση του 1902 είχε ξεπεράσει τις εκατό. Και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν ψυχίατροι, όπως οι Paul Näcke και Havelock Ellis, που εναντιώθηκαν στη θέαση της ομοφυλοφιλίας ως μιας ακόμη εκφυλιστικής νόσου, η θεωρία του Krafft-Ebing κυριάρχησε στους ψυχιατρικούς κύκλους των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Την ίδια περίοδο, ο Sigmund Freud χάρασσε έναν τρίτο δρόμο, εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι άνθρωποι γεννιούνται αμφιφυλόφιλοι και αποδίδοντας την ομοφυλοφιλία σε καθηλώσεις σε στάδια της παιδικής σεξουαλικότητας. Αν και η στάση του απέναντι στην ομοφυλοφιλία δεν υπήρξε καταδικαστική – μάλιστα, ο Havelock Ellis δημοσίευσε το 1910 ένα ευνοϊκό κείμενο για τη μελέτη του Freud Μία παιδική ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίντσι[6] οι επίγονοι της ψυχαναλυτικής παράδοσης τήρησαν μια σχετικά αδιάλλακτη στάση, θεωρώντας την μία παθολογική κατάσταση, δυνητικά ιάσιμη. Πράγματι, το α’ μισό του 20ού αιώνα σημαδεύτηκε από την εμμονή ψυχιάτρων και ψυχαναλυτών να βλέπουν στην ομοφυλοφιλία την απαρχή των περισσότερων ψυχοπαθολογικών και νευρωτικών φαινομένων. Ενδεικτική υπήρξε η διακήρυξη ενός γιατρού, ονόματι Benjamin Karpman, το 1937, ο οποίος, αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής, δήλωνε: «[τ]α προβλήματα της ψυχιατρικής δεν θα λυθούν μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας».[7] Ήταν μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, και τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έκανε το 1952 την εμφάνισή της η πρώτη έκδοση του «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders».

Το DSM-I του 1952, η πρώτη έκδοση του ισχυρότερου, όπως αποδείχθηκε, όπλου στη φαρέτρα της ψυχιατρικής εξουσίας που καθόρισε την άσκησε της ψυχιατρικής σε παγκόσμιο επίπεδο, αριθμούσε 130 σελίδες και 106 ψυχικές διαταραχές. Στην γενική κατηγορία «Διαταραχές της Προσωπικότητας» βρισκόταν η υποκατηγορία «Κοινωνικοπαθητική Διαταραχή της Προσωπικότητας» («Sociopathic Personality Disturbance»), που αφορούσε άτομα «ασθενή με όρους κοινωνικούς και συμμόρφωσής τους με το κυρίαρχο πολιτισμικό περιβάλλον».[8] Μάλιστα, με βάση τον ισχύοντα μεταναστευτικό νόμο, στα άτομα αυτά μπορούσε να απαγορευθεί η είσοδος στις Η.Π.Α. Ένας από τους τέσσερις τύπους της ήταν αυτό που ονομαζόταν «Σεξουαλική Παρέκκλιση» («Sexual Deviation»). Χωρίς εκτενή ανάλυση, ακολουθούσε απλώς ο κωδικοποιημένος κατάλογος των σεξουαλικών παρεκκλίσεων. Στην κορυφή της λίστας βρισκόταν η ομοφυλοφιλία και ακολουθούσαν η παρενδυσία, η παιδοφιλία, ο φετιχισμός και ο σεξουαλικός σαδισμός. Μεταξύ των ετών 1952-1967, το DSM-I γνώρισε είκοσι ανατυπώσεις.

Το 1968 ήρθε στο φως η δεύτερη έκδοση, το DSM-II, με τις ψυχικές διαταραχές να αυξάνονται σε 182 και τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις να «αναβαθμίζονται». Στην γενική κατηγορία των «Διαταραχών της Προσωπικότητας», οι «Σεξουαλικές Παρεκκλίσεις» εμφανίζονταν πλέον ως ξεχωριστή υποκατηγορία και όχι ως τύπος μιας υποκατηγορίας. Αφορούσαν «άτομα των οποίων τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα στρέφονται πρωτίστως σε αντικείμενα άλλα από πρόσωπα του αντίθετου φύλου, σε σεξουαλικές πράξεις που συνήθως δεν συνδέονται με την συνουσία, ή σε συνουσία που πραγματοποιείται υπό αλλόκοτες συνθήκες, όπως στη νεκροφιλία, την παιδοφιλία, τον σεξουαλικό σαδισμό, και τον φετιχισμό».[9] Η ομοφυλοφιλία εξακολουθούσε να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ενώ στον κατάλογο είχαν προστεθεί η επιδειξιομανία, η ηδονοβλεψία, ο μαζοχισμός και οι κατηγορίες «άλλη σεξουαλική παρέκκλιση» και «απροσδιόριστη σεξουαλική παρέκκλιση», στις οποίες οι ψυχίατροι μπορούσαν να εντάξουν οποιαδήποτε «αποκλίνουσα» σεξουαλική συμπεριφορά δεν συμπεριλαμβανόταν στις άλλες κατηγορίες. Σύντομα, όμως, οι ψυχίατροι και οι διαγνώσεις τους θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με μία απροσδόκητη έκπληξη.

Το 1970, στην ετήσια συνάντηση της «American Psychiatric Association» η ομιλία του Nathaniel McConaghy για τη θεραπεία αποστροφής για την ομοφυλοφιλία διεκόπη από ακτιβιστές.[10] Το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων που είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του, καθώς και οι πιέσεις από το κίνημα της αντιψυχιατρικής, συνέδραμαν αποφασιστικά ώστε η επόμενη ετήσια συνάντηση της «American Psychiatric Association» το 1971 να περιλαμβάνει μία συνεδρία με τίτλο «Gay is Good». Οι ακτιβιστές Frank Kameny και Barbara Gittings προσπάθησαν να εξηγήσουν στους ψυχιάτρους το οδυνηρό στίγμα που συνεπαγόταν για τους ομοφυλόφιλους το γεγονός της διάγνωσης της ομοφυλοφιλίας ως ψυχικής διαταραχής, αλλά και της «θεραπευτικής» αντιμετώπισής της με ηλεκτροσόκ, λοβοτομές, ψυχοφάρμακα και θεραπείες αποστροφής. Στη συνάντηση του 1972, ένα παρόμοιο πάνελ συμπεριλάμβανε και τον ομοφυλόφιλο ψυχίατρο John Fryer, ο οποίος, όμως, εμφανίστηκε ως Dr. Anonymous, φορώντας μία μάσκα για να διατηρήσει την ανωνυμία του.

clip_image006

Τελικά, στις 15 Δεκεμβρίου 1973, μετά από δημόσιες συζητήσεις και διαβουλεύσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο της «American Psychiatric Association» αποφάσισε να διαγράψει την ομοφυλοφιλία από το DSM, επικυρώνοντας την απόφαση με ψηφοφορία, όπου υπέρ της διαγραφής τάχθηκε το 58%. Σύντομα, η απόφαση επικυρώθηκε από τα επίσημα θεσμικά όργανα των αμερικανών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, ενώ οι ψυχαναλυτές αποδείχθηκαν πιο σκληροπυρηνικοί, καθυστερώντας σημαντικά να μεταβάλουν την στάση τους.

Οι παραπάνω εξελίξεις επέδρασαν καθοριστικά στην τρίτη έκδοση του 1980, όπου οι σελίδες σχεδόν πενταπλασιάστηκαν από την πρώτη έκδοση του 1952 και όπου για πρώτη φορά δόθηκε και ορισμός της ψυχικής διαταραχής. Στο DSM-III, λοιπόν, η μέριμνα για την σεξουαλική συμπεριφορά εντατικοποιήθηκε. Οι «Ψυχοσεξουαλικές Διαταραχές» («Psychosexual Disorders») αποτέλεσαν μία αυτόνομη πλέον, γενική κατηγορία, με τις εξής υποκατηγορίες: «Διαταραχές της Ταυτότητας του Φύλου», «Παραφιλίες», «Ψυχοσεξουαλικές Δυσλειτουργίες», «Άλλες Ψυχοσεξουαλικές Διαταραχές». Στην τελευταία περιλαμβανόταν η λεγόμενη «Εγωδυστονική Ομοφυλοφιλία» («Egodystonic Homosexuality»), μία διαταραχή που υποτίθεται ότι αφορούσε μόνο μία ομάδα ομοφυλοφίλων. Στην ουσία, οριζόταν ως επιθυμία «να ξεκινήσουν ή να διατηρηθούν ετεροφυλοφιλικές σχέσεις και μια διατηρούμενη, ανοικτή ομοφυλοφιλική διέγερση για την οποία το άτομο δηλώνει ρητά ότι έχει υπάρξει ανεπιθύμητη και μία μόνιμη πηγή δυστυχίας. Αυτή η κατηγορία αφορά αυτούς τους ομοφυλόφιλους για τους οποίους η αλλαγή σεξουαλικού προσανατολισμού αποτελεί μία μόνιμη έγνοια […]».[11] Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι στις «Διαταραχές της Ταυτότητας του Φύλου», που καταγράφονταν για πρώτη φορά, δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στην εμφάνισή τους στα παιδιά. Η έγκαιρη αντιμετώπισή τους κατά την παιδική ηλικία εθεωρείτο, εμμέσως πλην σαφώς, από τους συγγραφείς του DSM-III ως αποτελεσματικό μέσο πρόληψης της εμφάνισης της ομοφυλοφιλίας στους ενηλίκους. Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι όχι μόνο η ομοφυλοφιλία δεν είχε βγει από το προσκήνιο – μικρή σημασία είχε το γεγονός ότι η λέξη «ομοφυλοφιλία» διαγράφηκε εντελώς από την αναθεωρημένη έκδοση του 1987 (DSM-R) – αλλά ότι στο στόχαστρο της ψυχιατρικής εξουσίας είχε πλέον υπεισέλθει η πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση κάθε απόκλισης από το θεωρούμενο ως «φυσιολογικό», ετεροφυλοφιλικό μοντέλο έμφυλης υποκειμενοποίησης και σεξουαλικής έκφρασης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1994 δημοσιεύτηκε η τέταρτη έκδοση, το DSM-IV, και το 2000 η αναθεωρημένη έκδοση, το DSM-IV-TR, που ξεπερνούσε τις οκτακόσιες σελίδες και τις τριακόσιες ψυχικές διαταραχές. Η γενική κατηγορία έχει πλέον ονομαστεί «Σεξουαλικές Διαταραχές και Διαταραχές της Ταυτότητας του Φύλου» («Sexual and Gender Identity Disorders»), διατηρώντας και εμπλουτίζοντας σημαντικά τις υποκατηγορίες του DSM-III. Έντονο είναι και πάλι το ενδιαφέρον για την εμφάνιση των «Διαταραχών της Ταυτότητας του Φύλου» στα παιδιά, όπου, στην ουσία, παθολογικοποιούνται ποικίλες παιδικές συνήθειες και συμπεριφορές που κρίνονται από τους ψυχιάτρους «διαφορετικές»: «Στα αγόρια […] στερεοτυπικές γυναικείες κούκλες, όπως η Μπάρμπι, αποτελούν συνήθως τα αγαπημένα τους παιχνίδια, και τα κορίτσια είναι οι συμπαίκτες που προτιμούν. […] Κορίτσια με Διαταραχή της Ταυτότητας του Φύλου επιδεικνύουν έντονα αρνητικές αντιδράσεις στις απαιτήσεις ή τις απόπειρες των γονιών να ντυθούν με φορέματα ή άλλα γυναικεία ενδύματα. […]. Οι φανταστικοί τους ήρωες είναι συνήθως δυνατές ανδρικές φιγούρες, όπως ο Μπάτμαν ή ο Σούπερμαν».[12] Αντίστοιχα, εάν κάποιος άνθρωπος παρουσιάζει ακόμη και σύγχυση για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, δηλώνεται ρητά ότι οι ψυχίατροι θα πρέπει να αναλάβουν να τον επαναφέρουν στη «φυσιολογική» πραγματικότητα. Παρά, λοιπόν, την απόσυρση της ομοφυλοφιλίας από το DSM και την, εκ πρώτης όψεως, αλλαγή πλεύσης – αφού, στην ουσία, η ομοφυλοφιλία αντικαταστάθηκε από τις «Διαταραχές της Ταυτότητας του Φύλου» – πώς θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε την εμμονή της ψυχιατρικής όχι μόνο με την ομοφυλοφιλία, αλλά και με κάθε διάσταση της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, εν γένει;

Για τον Foucault, τα τέλη του 18ου και όλος ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκαν από την ανάδυση του «πληθυσμού» ως οικονομικού και πολιτικού προβλήματος. Μία νέα μορφή εξουσίας έκανε την εμφάνισή της, η οποία, εγκαταλείποντας το ενδιαφέρον της για τον θάνατο των υπηκόων, στράφηκε καταφανώς στη ζωή τους. Αυτή η αναδοχή της ζωής από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, προϋπόθεση και στυλοβάτης του καπιταλιστικού οικοδομήματος που αναγειρόταν την περίοδο αυτή, κινήθηκε γύρω από δύο αλληλένδετους πόλους.[13] Αφενός, ήταν η λεγόμενη «ανατομικο-πολιτική του ανθρώπινου σώματος»· δηλαδή, το ντρεσάρισμα του σώματος, η πειθάρχηση, η αύξηση της χρησιμότητας και παραγωγικότητάς του. Αφετέρου, ήταν η λεγόμενη «βιο-πολιτική του πληθυσμού»· ήτοι, η αναπαραγωγή, η θνησιμότητα, το επίπεδο υγείας, η διάρκεια ζωής, ακόμα και οι συνήθειες του πληθυσμού, που το αστικό κράτος ανέλαβε υπό τη σκέπη του. Σε αυτήν τη διαδικασία, μέσα στο πλαίσιο των νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας και των νέων κοινωνικών και οικογενειακών δομών, το ζήτημα της σεξουαλικότητας απέκτησε κομβική σημασία, καθώς βρέθηκε στο σταυροδρόμι των πειθαρχικών και ρυθμιστικών πρακτικών της καινοφανούς βιοπολιτικής εξουσίας. Με τα λόγια του Foucault: «Το σεξ είναι πρόσβαση τόσο στη ζωή του κορμιού όσο και στη ζωή του είδους. Το χρησιμοποιούν σαν μήτρα της αγωγής και σαν αρχή των ρυθμίσεων. Γι’ αυτό και, τον 19ο αιώνα, η σεξουαλικότητα καταδιώκεται ως την πιο μικρή λεπτομέρεια της ύπαρξης· […], στο σημείο όπου ‘σώμα’ και ‘πληθυσμός’ συναντιόνται, το σεξ γίνεται ο κεντρικός στόχος μιας εξουσίας που οργανώνεται περισσότερο γύρω από τη διαχείριση της ζωής παρά γύρω από την απειλή του θανάτου».[14]

Και ήταν η, γεννηθείσα στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες του 19ου αιώνα, ψυχιατρική επιστήμη που λειτούργησε ως ένα εξαιρετικά εύχρηστο εργαλείο διαχωρισμού και κατηγοριοποίησης των σωμάτων, εντάσσοντας την ανθρώπινη σεξουαλικότητα στα κατ’ εξοχήν γνωστικά της αντικείμενα και καθιστώντας την συστατικό στοιχείο της θεωρίας του εκφυλισμού. Ήταν η ψυχιατρική εξουσία που προχώρησε στη συγκρότηση και τον καθορισμό της «φυσιολογικής» και της «παθολογικής» σεξουαλικότητας, της «φυσιολογικής» ετεροφυλοφιλικής ταυτότητας και της «παθολογικής» ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, του συνόλου των «σεξουαλικών διαστροφών» και των «σεξουαλικών παρεκκλίσεων». Ήταν η ψυχιατρική, η κατ’ εξοχήν επιστήμη προσδιορισμού του «Άλλου», που λειτούργησε ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα – και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να λειτουργεί – ως βαλβίδα ασφαλείας για το κοινωνικό σώμα.[15] Δημιουργώντας σαφείς διαχωριστικές γραμμές στο πλαίσιο του βιολογικού συνεχούς, μετέτρεψε τον ομοφυλόφιλο, μαζί με ένα τεράστιο εύρος «αποκλινόντων» ανθρώπινων χαρακτήρων, σε σώμα ανεπιθύμητο, σε επικίνδυνη απειλή, σε «αποδιοπομπαίο τράγο», για να επικαλεστούμε και τον Thomas Szasz.[16] Ο ομοφυλόφιλος είχε πλέον δύο επιλογές: ή θα συμμορφωνόταν και θα άφηνε την ψυχιατρική να γιατρέψει το «ασθενές» σώμα του ή θα καταδικαζόταν στη σιωπή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απειλή του θανάτου δεν βγήκε ποτέ από το παιχνίδι των εξουσιαστικών μηχανισμών – απλώς, μεταβλήθηκε η μορφή και το περιεχόμενό της. Ήταν, άλλωστε, σε αυτό το σημείο που, όπως επισημαίνει ο Foucault, εισήλθε στο προσκήνιο η έννοια του ρατσισμού. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, πλέον για έναν θάνατο βιολογικό που είχε ως στόχο την εδραίωση και επικύρωση της κυριαρχικής εξουσίας του ηγεμόνα στα σώματα των υπηκόων του, αλλά για έναν θάνατο με όρους κοινωνικούς, μέσω του αποκλεισμού, του εξοστρακισμού, του εγκλεισμού και, φυσικά, της επανόρθωσης και της ψυχιατρικής θεραπείας. Η συγκρότηση του ομοφυλόφιλου ως «Άλλου» και ο αποκλεισμός του αναδείχθηκαν σε απαραίτητα συστατικά στοιχεία για τη συγκρότηση του ετεροφυλοφιλικού «Εμείς». Η θανάτωση των σωμάτων των ομοφυλοφίλων, μέσω του ψυχιατρικού στιγματισμού, του αποκλεισμού και της κοινωνικής απομόνωσης, κατέστη επιτακτική για τη συγκρότηση και διασφάλιση της ταυτότητας των ετεροφυλόφιλων σωμάτων. Όπως έχει εύστοχα επισημάνει η Αθηνά Αθανασίου, «[α]ντιπροσωπεύοντας την απόλυτη ηθική απειλή και τον απόλυτο πολιτικό κίνδυνο, το αποβεβλημένο και αφ-ορισμένο σώμα του Άλλου πρέπει να εξαλειφθεί, για το καλό της ανθρωπότητας, του πολιτισμού, της ίδιας της ‘ζωής’. Στο φαντασιακό της κυριαρχίας, ο κοινωνικός θάνατος και η φυσική εξόντωση του Άλλου επιβάλλεται ως ‘νόμιμο’ μέσο ενίσχυσης της ασφάλειας, της ευζωίας και της καθαρής ταυτότητας του πολιτικού σώματος, αυτού που απαρτίζεται από όσους αξίζει να ζουν».[17] Μέσα στο πλαίσιο, λοιπόν, ενός εντεινόμενου ενδιαφέροντος για την ανθρώπινη ζωή, όπως διαμορφώθηκε εντός των ιστορικών συνθηκών του 19ου αιώνα, το ομοφυλοφιλικό σώμα και ο τρόπος έμφυλης υποκειμενοποίησης και συγκρότησης της σεξουαλικότητας βρέθηκαν στο στόχαστρο της ψυχιατρικής γνώσης, καθιστώντας εφικτό τον έλεγχο και την κανονικοποίηση των σωμάτων και των ηδονών τους.

Ολοκληρώνοντας, τον Μάιο αναμένεται να κυκλοφορήσει το DSM-5, που έχει ήδη ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, ακόμη και εντός ψυχιατρικών κύκλων. Ενδεικτική είναι η προτεινόμενη διάγνωση της «Υπερσεξουαλικότητας» («Hypersexuality»). Ανάμεσα στα κριτήρια βάσει των οποίων θα διαγιγνώσκεται κάποιος ή κάποια με αυτήν τη διαταραχή, θα είναι και ο εβδομαδιαίος αριθμός οργασμών – μέχρι στιγμής, το προτεινόμενο φυσιολογικό όριο κυμαίνεται μεταξύ πέντε και επτά οργασμών εβδομαδιαίως. Καθίσταται, δηλαδή, σαφής η απίστευτη πλέον διεύρυνση των ορίων δικαιοδοσίας της ψυχιατρικής και η διαρκώς εντεινόμενη προσπάθεια ελέγχου και επανόρθωσης κάθε διάστασης της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εντάσσεται στη σφαίρα του «παθολογικού»· μία διαδικασία που οι απαρχές της εντοπίζονται, όπως είδαμε, στο ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο των τελών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.

Εν κατακλείδι, μέσα από αυτό το ταξίδι στην πορεία της ομοφυλοφιλίας στον ψυχιατρικό λόγο, η παρούσα εισήγηση επιχείρησε να αναδείξει δύο αλληλένδετα σημεία που θέτουν σίγουρα περαιτέρω ερωτήματα και προβληματισμούς. Αφενός, το ρόλο και τις πολλαπλές λειτουργίες της ψυχιατρικής επιστήμης ως μέσου κανονικοποίησης και δόμησης των ανθρώπινων σωμάτων ως «υγιών» και, κυρίως, χρήσιμων – πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά. Αφετέρου, τις λειτουργίες του φύλου εντός συγκεκριμένων καθεστώτων αλήθειας ως μίας ακόμη ρυθμιστικής νόρμας, μέσω της οποίας οι άνθρωποι, που υλοποιούν το φύλο τους, καθίστανται βιώσιμα και αναγνωρίσιμα υποκείμενα και όσοι/ες δεν υλοποιούν το φύλο τους αλλότρια μη-υποκείμενα.[18] Ενδεχομένως, λοιπόν, μέσα από την παρουσίαση της προσέγγισης της ομοφυλοφιλίας στις σελίδες του DSM, πέρα από την κριτική στην ίδια την ψυχιατρική, αλλά και την επιστημονική γνώση, εν γένει, αυτό που επίσης θα πρέπει να αναλογιστούμε και που θα μας οδηγήσει ένα βήμα παρακάτω είναι το εξής: «Έχουμε στ’ αλήθεια ανάγκη ενός αληθινού φύλου; Με μια επιμονή που αγγίζει την ξεροκεφαλιά, οι κοινωνίες της νεώτερης Δύσης έχουν απαντήσει καταφατικά. Κατόρθωσαν να παίζει συνεχώς αυτή η ερώτηση του ‘αληθούς φύλου’ μέσα σε μία τάξη πραγμάτων όπου μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι μόνες τους αποτιμούν την πραγματικότητα των σωμάτων και την ένταση των απολαύσεων».[19] Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, ίσως, μπορέσουμε να διεκδικήσουμε πάλι τα σώματα και τις ηδονές τους…


[1] Κ. Τορπουζίδης, Ομοφυλοφιλία, Σεξουαλικότητα και η Πάλη για την Απελευθέρωση, Αθήνα: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012, σελ. 31-35. J. Drescher, «Queer Diagnoses: Parallels and Contrasts in the History of Homosexuality, Gender Variance, and the Diagnostic and Statistical Manual», Archives of Sexual Behavior, Vol. 39, 2010, σελ. 434-435.

[2] Τ. Μπάτλερ, Σώματα με Σημασία. Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο, μτφρ. Π. Μαρκέτου, Αθήνα: Εκκρεμές, 2008, σελ. 68.

[3] Μ. Φουκώ, Ιστορίας της Σεξουαλικότητας. 1. Η δίψα της γνώσης, μτφρ. Γ. Ροζάκη, Αθήνα: Κέδρος, 1978, σελ. 59.

[4] Αυτ., σελ. 58. E. Shorter, A Historical Dictionary of Psychiatry, Oxford: Oxford University Press, 2005, σελ. 127-130. J. Drescher, «Queer Diagnoses: Parallels and Contrasts in the History of Homosexuality, Gender Variance, and the Diagnostic and Statistical Manual», σελ. 432-433.

[5] R. von Krafft-Ebing, Psychopathia Sexualis with especial Reference to the Antipathic Sexual Instinc, μτφρ. F.J. Rebman, New York: Rebman Company, χ.χ., σελ. 285.

[6] Σ. Φρόυντ, Μια Παιδική Ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, μτφρ. Α. Μανουσάκη, Αθήνα: Ερατώ, 2006, σελ. 84.

[7] V. Rosario, «Rise and Fall of the Medical Model», Gay & Lesbian Review Worldwide, Vol. 19 (6), 2012, σελ. 41.

[8] «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders», Washington: American Psychiatric Association, 1952, σελ. 38.

[9] «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders», Second Edition (DSM-II), Washington: American Psychiatric Association, 1968, σελ. 44.

[10] V. Rosario, «Rise and Fall of the Medical Model», σελ. 41. J. Drescher, «Queer Diagnoses: Parallels and Contrasts in the History of Homosexuality, Gender Variance, and the Diagnostic and Statistical Manual», σελ. 434-435.

[11] «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders» (Third Edition) DSM-III, Washington: American Psychiatric Association, 1980, σελ. 281-282.

[12] «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders», Fourth Edition, Text Revision, DSM-IV-TR, Washington: American Psychiatric Association, 2000, σελ. 576-577.

[13] Μ. Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας. 1. Η Δίψα της Γνώσης, σελ. 170-178.

[14] Αυτ., σελ. 178, 180.

[15] M. Foucault, Abnormal. Lectures at the Collège de France 1974-1975, μτφρ. G. Burchell, New York: Picador, 2003, σελ. 118-120. M. Foucault, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σελ. 314-316.

[16] T.S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, μτφρ. Κ. Γρίβας, Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2006, σελ. 394-419.

[17] Α. Αθανασίου, Ζωή στο Όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική, Αθήνα: Εκκρεμές, 2007, σελ. 17.

[18] Τ. Μπάτλερ, Σώματα με Σημασία. Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο, σελ. 42-43.

[19] Μ. Φουκώ, Επιλογή από τα Dits et écrits, μτφρ. Θ. Λάγιος, Αθήνα: Στιγμή, 2011, σελ. 88.

Σχολιάστε